- ζωολογία
- Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές και την κατασκευή του σώματος ασχολείται η μορφολογία, με την ευρύτερη σημασία της· με τη μελέτη των οργάνων ως προς τη διάταξη και την κατασκευή τους, η ανατομία· η εξέταση και η περιγραφή των ιστών και των κυττάρων που τους συνιστούν αποτελούν αντίστοιχα το αντικείμενο της ιστολογίας και της κυττα
ρολογίας· η λειτουργία και οι σχέσεις των διαφόρων οργάνων ενδιαφέρουν τη φυσιολογία, η οποία ονομάζεται συγκριτική, όταν μελετά τις ομοιότητες και τις διαφορές που παρουσιάζονται στα διάφορα αθροίσματα των ζώων. Ένας ιδιαίτερος κλάδος της φυσιολογίας είναι η διατροφή, η οποία μελετά τη χρήση και τη μετατροπή διαφόρων τροφικών ουσιών από τους ζωικούς οργανισμούς. Με τον τρόπο που αναπτύσσεται κάθε οργανισμός, ξεκινώντας από ένα απλό κύτταρο, το ζυγωτό, μέχρι και την ενηλικίωσή του ασχολείται η εμβρυολογία· με τη μεταβίβαση των λειτουργικών και μορφολογικών χαρακτήρων, με τους οποίους κάθε νέο ζώο ή φυτό μοιάζει με τους γεννήτορές του, η γενετική· με τα ζώα των αρχαιότατων γεωλογικών εποχών, που λείψανά τους παρέμειναν με τη μορφή απολιθωμάτων ή αποτυπωμάτων σε πετρώματα, η παλαιοντολογία, η οποία έχει βοηθήσει τη θεωρία της εξέλιξης να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με την προέλευση και τη διαφοροποίηση των ζωικών οργανισμών. Οι συνθήκες ανάπτυξης των ζώων και, κυρίως, οι προσαρμογές τους στις ποικίλες συνθήκες του περιβάλλοντος, οι οποίες μερικές φορές διαφέρουν σημαντικά, αποτελούν αντικείμενο της οικολογίας. Ένας ιδιαίτερος κλάδος της επιστήμης αυτής μπορεί να θεωρηθεί η παρασιτολογία, η οποία μελετά τους οργανισμούς που ζουν πάνω ή μέσα σε άλλα ζώα. Με την οικολογία συνδέεται η ηθολογία, η οποία μελετά κυρίως τις χαρακτηριστικές συνήθειες των διαφόρων ειδών, και η ζωογεωγραφία, με αντικείμενο τη γεωγραφική κατανομή των διαφόρων γενών.
Όπως είναι ευνόητο, από τις πρώτες μορφολογικές παρατηρήσεις, οι μελετητές σκέφτηκαν να ταξινομήσουν τα ζώα και τα φυτά συγκεντρώνοντάς τα σε ομάδες, λίγο ή πολύ μεγάλες, με βάση τις ομοιότητες και τη συγγένειά τους. Έτσι προέκυψε η συστηματική ζ., που κατά τους τελευταίους αιώνες έχει επιφέρει, περισσότερο ίσως από τη βοτανική, αξιοσημείωτες αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις, χρησιμοποιώντας τις κατακτήσεις που προσέφεραν η φυσιολογία, η παλαιοντολογία, η θεωρία της εξέλιξης κλπ. Ανάλογα με τις ομάδες των ζώων που μελετά, η ζ. υποδιαιρείται σε: πρωτοζωολογία, που μελετά τα πρωτόζωα και είναι κλάδος της πρωτιστολογίας (μελέτη των οργανισμών που αποτελούνται από ένα μόνο ευκαρυωτικό κύτταρο, όπως τα πρωτόζωα και τα μονοκύτταρα φύκη)· εντομολογία (έντομα)· μαλακολογία (μαλάκια)· ερπετολογία (ερπετά και αμφίβια που κάποτε ήταν ενωμένα σε μία μοναδική ομοταξία)· ιχθυολογία (ψάρια)· ορνιθολογία (πτηνά) και ζ. των θηλαστικών. Με την εφαρμοσμένη ζ., που απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα τον περασμένο αιώνα και η οποία, μεταξύ των άλλων, έχει βοηθηθεί πολύ από τις μελέτες της γενετικής, είναι συναφής η παθολογία των ζώων, κλάδος της γενικής παθολογίας, η κτηνιατρική, η οποία ασχολείται με τη διατροφή και την εκτροφή των ζώων εκτός από τα καθαρά ιατρικά προβλήματα, η εντομολογία, της οποίας ιδιαίτερος κλάδος είναι η μελισσοκομία. Τέλος, λόγω της μεγάλης έκτασης που κατέχει το νερό στην επιφάνεια της Γης αλλά και της ιδιαίτερης σημασίας του υδάτινου περιβάλλοντος, η μελέτη των υδρόβιων οργανισμών αποτελεί αντικείμενο της υδροβιολογίας, η οποία μπορεί να διαιρεθεί σε θαλάσσια βιολογία και λιμνολογία.
Ιστορία. Το ενδιαφέρον του ανθρώπου για τα ζώα είναι τόσο παλαιό όσο και ο άνθρωπος. Ωστόσο, η καταγωγή της ζ. ως επιστήμης ανάγεται στον Αριστοτέλη, γιατί πρώτος αυτός εξέτασε και ερμήνευσε τις μορφές και τις εκδηλώσεις που διαπίστωσε στον ζωικό κόσμο ως στοιχεία του μεγάλου προβλήματος της ζωής. Αυτή η γενική άποψη του θέματος εμφανίζεται στα τέσσερα βασικά έργα του με αντικείμενο τα ζώα, που είχαν μείνει ακλόνητα για 18 και πλέον αιώνες. Σε αυτά βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για τα ζώα της αρχαίας Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, ενώ πολλές από τις παρατηρήσεις του, όπως η ανάπτυξη του εμβρύου της κότας και η αναπαραγωγή των μελισσών, είναι πολύ ακριβείς. Κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τους ελληνιστικούς χρόνους και τον Μεσαίωνα, η ζ., όπως και οι άλλες επιστήμες, δεν σημείωσε καμία πρόοδο. Μια αξιοσημείωτη επανάληψη των ζωολογικών μελετών παρατηρήθηκε τον 16ο αι., αλλά ακόμα και η εργασία του Άγγλου Έντουαρντ Γουότον, Οι διαφορές μεταξύ των ζώων (1555), παρέχει μια ταξινόμηση όχι πολύ διαφορετική από εκείνη του Αριστοτέλη, ο οποίος είχε διαχωρίσει τα ζώα σε οκτώ ομάδες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα τετράποδα ζωοτόκα, τα πτηνά, τα τετράποδα και άποδα ωοτόκα, τα ψάρια με τα κητώδη. Κατά τον ίδιο και τον επόμενο αιώνα, η επιστημονική έρευνα, χρησιμοποιώντας πειραματικές μεθόδους και με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, επέτρεψε στη ζ. να πραγματοποιήσει αξιοσημείωτη πρόοδο. Σημαντική ήταν η συμβολή του Γαλιλαίου, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έκανε πειράματα και ανατομία σε ζώα, του Χουκ, ο οποίος διατύπωσε την πρώτη κυτταρική θεωρία (δηλαδή ότι όλοι οι οργανισμοί αποτελούνται από κύτταρα), του Βέλγου Ανδρέα Βεσάλιους, ο οποίος πραγματοποίησε πρώτος ανατομία σε άνθρωπο, του Γάλλου Γκιγιόμ Ροντελέ και των Ιταλών Κάρλο Ρουίνι, Ουλίσε Αλντροβάντι, Μαρτσέλο Μαλπίγκι και Φραντσέσκο Ρέντι. Στον τελευταίο οφείλεται η απόδειξη ότι δεν υπάρχει αυτόματη γένεση στα έντομα καθώς και οι πρώτες μελέτες της παρασιτολογίας.
Κατά τον 18ο αι., οι ζωολογικές μελέτες προόδευσαν ακόμα περισσότερο λόγω της ακρίβειας με την οποία διεξάγονταν οι έρευνες. Σημαντική στη φυσιολογία των ζώων είναι η συμβολή του Λάζαρο Σπαλαντσάνι, ενώ στο πεδίο της συστηματικής θεμελιώδης υπήρξε η εργασία του Κάρολου Λινναίου, ο οποίος καθιέρωσε τη διπλή ονομασία όλων των ειδών (ονομασία γένους και ονομασία είδους). Λίγες δεκαετίες αργότερα, ο Γάλλος Ζορζ Κουβιέ πραγματοποίησε, μεταξύ άλλων, τις πρώτες σημαντικές μελέτες της παλαιοντολογίας και περίπου την ίδια περίοδο (1809) ο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ δημοσίευσε την πρωτότυπη θεωρία του για την εξέλιξη, η οποία στην αρχή δεν βρήκε οπαδούς, αλλά προκάλεσε αργότερα σημαντικό ενδιαφέρον, όταν είχε γίνει πια γνωστή Η καταγωγή των ειδών (1859), το μεγάλο έργο του Κάρολου Δαρβίνου που το ακολούθησαν τα έργα Η καταγωγή του ανθρώπου και Παραλλαγές των ζώων και των φυτών. Στο πεδίο της γενετικής, θεμελιώδεις μελέτες πραγματοποιήθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. από τον Βοημό Γκρέγκορ Μέντελ και από τον Αμερικανό Τόμας Μόργκαν. Τον 20ό αι. η ζ., μαζί με τους υπόλοιπους κλάδους της βιολογίας, παρουσίασε εκρηκτική ανάπτυξη, με την εμφάνιση νέων κλάδων όπως η βιοχημεία και η βιοφυσική, ενώ η εμφάνιση νέων τεχνικών έδωσε τη δυνατότητα νέας προσέγγισης των βιολογικών προβλημάτων. Τέλος, η δημιουργία θαλάσσιων βιολογικών εργαστηρίων έχει συντελέσει στην ανάπτυξη του σημαντικού κλάδου της θαλάσσιας βιολογίας.
Το φαινόμενο της μεταμόρφωσης, όπως εικονίζεται σε πίνακα του Ομπριέ.
Σκελετός πουλιού, όπως εικονίζεται στην «Ορνιθολογία» (1599) του Αλντροβάντι.
Δύο μυθολογικά ζώα από το αγγλικό βιβλίο ζώων Λίνκολν, που χρονολογείται στο β’ μισό του 12ου αι
Η παλαιοντολογία, κλάδος της γεωλογίας, μελετά τα απολιθωμένα λείψανα ή τα αποτυπώματα οργανισμών που έζησαν σε αρχαιότατες γεωλογικές. Στη φωτογραφία, απολίθωμα προϊστορικού ρινόκερου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η1. επιστήμη που εξετάζει την εξωτερική μορφή τών ζώων, τη λειτουργία τού οργανισμού τους, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο2. σύγγραμμα που περιγράφει τα ζώα και εξετάζει όλα τα ζητήματα που τά αφορούν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoologie < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]*) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].
Dictionary of Greek. 2013.